Τρίτη 7 Ιουνίου 2011

Τ' αστεράκι

Μπορεῖτε νὰ τὸ κατεβάσετε ἀπό ἐδῶ:

http://papadiamandes.files.wordpress.com/2011/06/asteraki.pdf

Στο χαριτωμένο αυτό διήγημα ο Παπαδιαμάντης ως συνήθως επιδίδεται σε διεισδυτική ψυχογραφία και στοχαστική ηθογραφία ανθρώπων του νησιού του.

Το μοτίβο αυτής της ψυχογραφίας στη βάση του είναι στερεότυπο: «Τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου» και τα δράματα του κόσμου, κι από την άλλη πλευρά η αγνή και άδολη ψυχή του λαού μας, η βαθιά ποιότητα του ορθοδόξου έλληνα, κάτι τόσο ατόφιο και γνήσιο, τόσο αξιοζήλευτο και αναντικατάστατο, κάτι μοναδικό στον κόσμο!..

Ο Παπαδιαμάντης, όταν έγραφε αυτό το διήγημα ήταν ήδη 58 ετών. Απόμαχος της ζωής, έχοντας εγκαταλείψει την πολύβουη και ματαιόδοξη Αθήνα κι έχοντας εγκατασταθεί στην νοσταλγημένη γενέτειρά του.

Ο θαυμασμός του λοιπόν προς την 16χρονη Πούλια δεν είναι ούτε ερωτικός ούτε ερωτύλος. Ο Παπαδιαμάντης δεν αισθάνεται υποψήφιος εραστής -είναι ολοφάνερο- αλλά ούτε και χυδαίος και βδελυκτός μωμόγερος. Εκτός από την ήδη περασμένη ηλικία του συγγραφέα, την πολύπαθη διαδρομή της ζωής του, που τον ωρίμασε τόσο, και την κλονισμένη υγεία του, που τον προσγείωσε τόσο, αποδεικνύει την ανωτέρω τοποθέτησή μας και μία προσεκτική ανάγνωση της περιγραφής της νεαράς Πούλιας. Ο Παπαδιαμάντης δεν περιγράφει τη θηλυκότητά της και την γυναικεία μαγεία της, δεν παρατηρεί τα δελεαστικά και ερεθιστικά σημεία του στήθους, της γάμπας, σαρκωδών χειλέων ή λάγνων βλεμμάτων, αλλά περιγράφει ψυχικό κάλλος της κόρης, το οποίο φυσικά δένει ολοταίριαστα με την χάρη της νιότης της.

Χαριτωμένη, λυγερή, ύπαρξη αγγελική στην όψη, αλλά και σεμνή, εργατική, αφοσιωμένη στα καθήκοντα του σπιτιού, υπομονετική και σεβαστική στον μέθυσο πατέρα της, καρτερική στην άτακτη μικρότερη αδελφή της.

Έτσι εξηγείται πώς στην θρησκευτική φύση και στον μυσταγωγικό στοχασμό του Παπαδιαμάντη κάποια στιγμή η ύπαρξη αυτή του φανερώνεται ως φλογίτσα καντηλιού και ως μικρό χαριτωμένο διακριτικό ουράνιο αστεράκι κάτω από τη στέγη του πατρικού της. Το αντικρύζει με δέος ο Παπαδιαμάντης και δεν τολμά να ανιχνεύσει τίποτε περισσότερο γύρω από αυτό. Είναι πεπεισμένος όμως ότι το είδε. Ήταν όραμα. Ήταν θείο σημείο..

Ανάλογο μυστηριώδες φαινόμενο, εκφραστή του πνευματικού κόσμου, θα συναντήσουμε κι αλλού στις αφηγήσεις και τα βιώματα του Παπαδιαμάντη και του λαού του, όπως πχ στην λάμψη που σελάγιζε πάνω στο πέλαγος, ανάμεσα από τα νησάκια Τσουγκριά και Τσουκριάκι, στο «Άνθος του Γιαλού».

Αξίζει να σημειώσουμε και το εξής υπέροχο στον ψυχισμό και στον στοχασμό του Παπαδιαμάντη. Αυτός ως κοσμοκαλόγερος ήταν απόλυτα κατατσαλαγμένος στην κλήση του, στο δρόμο της ζωής του. Και δεν έχουμε κανένα στοιχείο μέσα στα διηγήματά του αλλά ούτε και από εξωτερικές μαρτυρίες ότι παρεξέκλινε ποτέ με ερώτυλη διάθεση απέναντι στο γυναικείο φύλο. Ήταν θεληματικά-κατασταλαγμένα μόνος, εσωστρεφής, στον κόσμο του, στους πόνους του, μέσα σε ευδιάκριτα μενεξεδένια συναισθήματα φυσικής μελαγχολίας..

Ωστόσο, η τοποθέτησή του απέναντι στό γυναικείο φύλο ποτέ δεν ήταν πουριτανική. Πάντα θαυμάζει την γυναικεία χάρη και ομορφιά, πάντα την συνδέει με το εσωτερικό ήθος, την ευγένεια, την ευσέβεια, την εγκαρτέρηση στον πόνο και στα χτυπήματα της ζωής, τη φιλεργία, την φιλοστοργία.

Πάντα θα εκφράσει κάτι «εφηβικό» σαν θελκτικότητα, σαν ευαισθησία και συγκίνηση απέναντι στην γυναικεία ύπαρξη. Άλλωστε, μην ξεχνούμε ότι ένας συγγραφέας πάντα φροντίζει να βάζει ανάλογες πινελλιές στο έργο του κι έτσι να το καθιστά ελκυστικό, ενδιαφέρον, προσφιλές.

Με πίκρα μόνο και απογοήτευση σημειώνει αλλού στο έργο του ο Παπαδιαμάντης το άλλο, το αντίθετο φαινόμενο, όπου ορισμένες γυναίκες με το πέρασμα των καιρών, αλλά και την προσωπική τους αμέλεια, εγκατέλειψαν τα προσόντα αυτά, τα θεόθεν εμφυτευμένα μέσα τους, και κατέληξαν σε γεροντική ηλικία σκληρές, άκαρδες, φθονερές, μοχθηρές, βάσκανες, ακόμη και ..φόνισσες!