Τρίτη 20 Ιουλίου 2010
Τὸ Κάστρο
Πανοραμική θέα του Κάστρου απο Ανατολας προς ΒορειοΔυτικά.
Βλέπουμε από το δεξί άκρο της φωτογραφίας προς τα αριστερά:
(κάνετε κλικ, για να μεγεθυνθη η φωτογραφία)
Τα Καστρονήσια (ειναι δύο, αλλά φαίνονται ενωμένα). Ξεκομένα από τον βράχο του Κάστρου. Ακατοίκητα. Στο ακριβώς απέναντι από το Μπαρμπεράκι 1ο καστρονήσι ένα κοίλωμα του βράχου το ωνόμαζαν "Αλτανού" και "Ηχώ", διότι έκανε αντίλαλο.
Το Μπαρμπεράκι με τη σημαία και το κανόνι της αναγκιάς.
Η Αγ.Μαρίνα.
Ο Ναός του Χριστού στο κοίλωμα και το Τζαμί, οπου πλάϊ του τα ερείπια του Τουρκ.Διοικητητρίου.
Τυπική κατοικία Σκιαθίτικης οικογένειας και από πίσω οι Ναοί Αγ.Νικολάου και Αγ.Βασιλείου.
Ακόμη πιό αριστερά, ξεθωριασμένα, φαίνεται ο πύργος της Εισόδου και το χάσμα του μονοπατιου, που ενωνε τη στεργιά με τον Βράχο. Στο ένθετο τετράγωνο, αυτή η Πύλη.
Μπροστά μας ο Τίμιος Πρόδρομος (μνήμη αποκεφαλισμου).
Δεξιότερα διακρίνεται κάπως η κατεβασιά, ο χείμαρος του Χαιρήμονα.
Τὸ Κάστρο
Τὸ Κάστρο - Ἀεροφωτογραφία
Τὸ Κάστρον τῆς Σκιάθου ἢ Παλαιοχώρι.
Οἱ Σκιαθίτες, τὸ 1200 μΧ περίπου ἐγκατέλειψαν τὴν ἀρχαία πόλι (ὅπου νῦν τὸ Λιμάνι τῆς Σκιάθου) καὶ ἔκτισαν ὀχυρὸ στὸ βορειότατον ἄκρον τοῦ Νησιοῦ, γιὰ νὰ προστατευθοῦν ἀπὸ τοὺς πειρατές, ποὺ λυμαίνονταν τὸ Αἰγαῖον πέλαγος.
Ἡ ἀπόστασις ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Σκιάθου εἶναι 3 ὧρες μὲ τὰ πόδια, 1,30’ ὥρα μὲ καραβάκι καὶ 30’ μὲ αὐτοκίνητο.
Ἦτο ἐκ φύσεως ὀχυρὸς καὶ ἀπόρθητος ὁ τόπος, ἐξαιρετικὰ ἀπόκρημνος ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς του. Κατεσκευάσθη μία –καὶ μόνον- πρόσβασις στὸν νότιον αὐχένα, τὸν πρὸς τὴν ξηράν, ὑψηλόν, πετρόκτιστον μονοπάτι, τὸ ὁποῖον ὅμως διεκόπτετο εἰς ἕνα κρίσιμον σημεῖον κι ἐδημιουργοῦσε χᾶσμα 10 περίπου μέτρων. Αὐτὸ τὸ χᾶσμα τὸ ὑπερέβαινον οἱ Σκιαθίτες μὲ ξυλίνην γέφυραν, ἡ ὁποία ἀπεσύρετο τὴν νύκτα ἀλλὰ καὶ σὲ ἐπικίνδυνες περιστάσεις πρὸς τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ Κάστρου. Ὑπῆρχε δὲ ἐκτὸς τούτου καὶ περιτείχισμα μὲ ἐπάλξεις πρὸς τὴν πλευράν αὐτὴν καὶ πύλην τοῦ Κάστρου, μὲ τὴν ἀπαραίτητον «ζεματίστραν» ἄνωθεν αὐτῆς. Ἀρίστην περιγραφὴν τοῦ Κάστρου δίδει ὁ Παπαδιαμάντης στὸ διήγημα «Ὁ φτωχὸς Ἅγιος».
Ἀπὸ τὴν ἱδρύσίν του τὸ Κάστρο αὐτό, μέχρι τὸ 1453 τὸ ἐξουσίαζαν οἱ Βυζαντινοί. Στὴ συνέχεια τὸ παρέλαβαν οἱ Ἑνετοὶ μέχρι τὸ 1538 (85 χρόνια), καὶ κατόπιν οἱ Τοῦρκοι μέχρι τὸ 1821 (283 χρόνια). Ἐγκατελείφθη τὸ 1829, καθὼς οἱ κάτοικοι ἐγύρισαν στὴν πόλιν τῆς Σκιάθου, στὸ Λιμάνι. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔζησε σ᾿αὐτὴν τὴν πόλιν, ὅπου καὶ δεικνύεται τὸ σπίτι του, Μουσεῖον ἤδη.
Ἐπισκευάσθηκε τὸ Κάστρο στὰ 1619. Τὰ ἀρχοντόσπιτα τοῦ Κάστρου ἦταν ἀνάμεσα στοὺς Ναοὺς· Χριστὸς (Γεννήσεως), Παναγία Πρέκλα καὶ Ἅγιος Νικόλαος. (πρβλ. ἀναφορὰν στὸ διήγημα «τὰ μαῦρα κούτσουρα»). Ἐκεῖ, στὴν Ἀρχοντογειτονιά, ὑπῆρχαν καὶ οἱ ἀπαραίτητες δεξαμενὲς γιὰ νερό.
Τὸ Νεκροταφεῖον εὑρίσκετο ἐκτὸς τοῦ φρουρίου, κοντὰ στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Τιμίου Προδρόμου (ἀφιερωμένο στὴν Ἀποτομήν, 29 Αὐγούστου).
Ὀνομαστὸς Ἑνετὸς διοικητὴς Βιτσάντζο Μπάφο, πολὺ σκληρός.
Τὸ 1518 οἱ κάτοικοι ξεσηκώθηκαν ἐναντίον του μὲ ἀρχηγὸν τὸν γέροντα ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο τοῦ νησιοῦ.
Τὸ 1538, ποὺ ἐπολιουρκοῦσε τὸ Κάστρον ὁ Μπαρμπαρόσα μὲ 80 τοὐλάχιστον πλοῖα, κάποιοι Σκιαθίτες σκότωσαν τὸν Ἑνετὸν διοικητὴν Ἱερώνυμον Μέμο καὶ παρέδωσαν τὸ κάστρο στοὺς Τούρκους, ἐλπίζοντας νὰ καλυτερεύσῃ ἡ τύχη τους. Ἔπεσαν ὅμως ἔξω, γιατὶ ὁ Μπαρμπαρόσα τοὺς ἀπεκεφάλισε καὶ πῆρε παρα-πολλοὺς αἰχμαλώτους. Ἀργότερα πάλι, τὸ 1655, οἱ Ἑνετοὶ λεηλάτησαν τὸ νησὶ καὶ τὸ 1660 τὸ κατέλαβαν (προσωρινῶς) μὲ τὸν Φραγκίσκον Μοροζίνη καὶ ἔδειξαν στοὺς Σκιαθίτες μεγάλην σκληρότητα.
Τὸ 1771 συνέβη μία παράδοξος κατάληψις καὶ λεηλασία τοῦ Κάστρου ἀπὸ τὸν λήσταρχον Γιώργην Τζόγκανον, ὁ ὁποῖος μὲ 60 συντρόφους του ἀνέβηκε –ἀπίστευτον- ἀπό τὴν βορεινὴν πλευρὰν τοῦ βράχου, τὴν ἄκρως κρημνώδη, καὶ κυρίευσε τὸ Κάστρο καὶ τὸ λεηλάτησε. Τότε κατεστράφη καὶ τὸ Ἀρχεῖον τῆς Καγκελαρίας τοῦ νησιοῦ καὶ χάθηκαν ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς μεσαιωνικῆς ἱστορίας του.
Στὰ χρόνια τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως πολλὲς καταπιέσεις καὶ ζημίες δοκίμασαν οἱ Καστρινοὶ ἀπὸ τοὺς Λιάπηδες. Τελικὰ 14 Ἰουλίου τὸ 1826, ὁ τσάμης Καρατάσος μὲ τοὺς Λιάπηδες κυρίευσαν τὸ ὀχυρό καὶ τὸ λεηλάτησαν.
Ὁ Χριστὸς –ἡ Γέννηση– ἦταν ἡ Μητρόπολη. Τρεῖς Ἐνορίες ὑπῆρχαν: τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ τῆς Ἁγίας Μαρίνας. Οἱ Ναοὶ αὐτοὶ διατηροῦνται σήμερα, καθὼς καὶ ἕνας ἀκόμη πλησίον τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο Βασίλειο. Ἐννοεῖται ὅτι τὸ Κάστρο ἦταν γεμᾶτο μὲ διάσπαρτους Ναΐσκους, οἱ ὁποῖοι θὰ ἔφθαναν τοὺς 30.
Τζαμὶ (χωρὶς μιναρὲ) ὑπῆρχε καὶ δεικνύεται, καὶ πλάϊ του τὸ τουρκικὸ διοικητήριο (ἐρειπωμένον τώρα). Μέσα στὸ Κάστρο ὑπῆρχε πάντα ἕνας Τοῦρκος, ποὺ ἐπώπτευε καὶ μάζευε τοὺς φόρους. Ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Τζαμὶ ἔχει ἀναπαλαιωθῆ μιὰ τυπικὴ οἰκία καστρινῆς οἰκογενείας, ἰσόγεια, λιτή, φτωχική. Υπολογίζονται ὄχι παραπάνω ἀπό 300 τέτοια σπίτια στὸν χῶρο τοῦ Κάστρου γιὰ τοὺς ὄχι πάνω ἀπὸ 1000 (ἢ βίᾳ 1200) κατοίκους του.
Παρὰ τὴν εἴσοδον τοῦ Κάστρου ὑπῆρχε πλάτωμα, ὀνομαζόμενον «Κιόσκι», ὅπου ἐσύχναζαν οἱ προεστοὶ καὶ συνωμιλοῦσαν ἐπὶ τῆς ἐπικαιρότητος. (βλ.διήγημα «τὰ μαῦρα κούτσουρα»).
Στὸ ἄκρον τοῦ βράχου, ποὺ εἶναι τὸ βορειότερον καὶ τὸ ὑψηλότερον σημεῖον, ὑπῆρχε (καὶ σώζεται) κανόνι, τὸ ὁποῖον ὠνομάζετο, «τὸ κανόνι τῆς ἀναγκιᾶς» (τῆς ἐκτάκτου ἀνάγκης). Περισσότερον συμβολικὸν καὶ γιὰ νὰ εἰδοποιῆ, παρὰ γιὰ νὰ ἐπιφέρη ἀποτέλεσμα ἀμύνης καὶ προστασίας στὸ Κάστρον. Τὸ ὑψηλότερον αὐτὸ σημεῖον, ὅπου σήμερα κυματίζει πλήρης χάριτος καὶ παρρησίας ἡ ἑλληνικὴ σημαῖα, ὠνομάζετο «Μπαρμπεράκι», καὶ τὸ κτυποῦν μὲ ἰδιαιτέραν ἰσχὺν ὅλοι οἱ ἀνέμοι!..
Παναγία ἡ Κατευοδώτρα, ἦταν Ναὸς πάνω σὲ βράχο ψηλὰ πάνω ἀπὸ τὸ λιμάνι, Ἀνατολικὰ τοῦ Κάστρου, καὶ ὠνομάζετο ἔτσι, διότι κατευώδωνε τοὺς ἄνδρες ποὺ ξεκινοῦσαν γιὰ ταξίδι. Μετὰ τὸν προσωπικὸν ἀποχαιρετισμόν, οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ καὶ οἱ συγγενεῖς τῶν ναυτικῶν ἀνέβαιναν σ᾿αὐτὸν τὸν Ναόν, ὁ ὁποῖος εἶχε πανοραμικὴ θέα πρὸς τὴν θάλασσαν καὶ κατευώδωναν τοὺς ἀναχωροῦντας, κουνοῦσαν τὰ μαντήλια, ἔψαλλαν Παρακλήσεις.. Σήμερα φαίνεται τὸ ἐρείπιον τοῦ Ναοῦ, σὲ ράχην ἀκριβῶς πάνω ἀπὸ τὴν θάλασσαν, τὸ ὁποῖον ὅμως ἔχει κατολισθήσει περίπου 200 μέτρα χαμηλότερα ἀπὸ τὴν πρώτην του θέσιν, καὶ ἔχει πάρει κλίσιν πρὸς κατάρρευσιν. Παναγία Κατευοδώτρα ἔκτισαν οἱ νεώτεροι Σκιαθίτες στὸ ἀεροδρόμιο, στὸ τέρμα τοῦ ἀεροδιαδρόμου, γιὰ νὰ κατευοδώνη αὐτούς, ποὺ μὲ νέα μέσα πλέον ἔρχονται καὶ φεύγουν στὸ Κολλυβάδικο Νησί.
Ὁ παραδοσιακός.
Τὰ μαῦρα κούτσουρα
http://papadiamandes.files.wordpress.com/2010/07/maura_koutsoura.pdf
στο διήγημα αυτό ο Παπαδιαμάντης περιγράφει με τον ανεπανάληπτο τρόπο του την δραματική ιστορία ενός προπάππου του, του Αλυπίου Δημητριάδη, ο οποίος διετέλεσε Ηγούμενος της Μονής Ευαγγελιστρίας στη Σκιάθο, από το 1822-1829.
Παραθέτω και ορισμένα συμπληρωματικά στοιχεία της οικογενείας Δημητριάδη-Επιφανιάδη:
Αλύπιος Δημητριάδης Ιερομόναχος. +1829
Πρεσβύτερος υιός του προεστού της Σκιάθου Δημητράκη Οικονόμου και της συζύγου του, Σάρας (όχι Αρετής)
4ος Ηγούμενος της Μονής Ευαγγελιστρίας Σκιάθου κατά τα έτη 1822-1829. Διακρίθηκε για την αρετή και την ασκητική του διαγωγή καθώς και για τη μεγάλη εργατικότητά του. Επίσης, υπήρξε φίλος του στρατηγού καρατάσου και εβοήθησε πολύ στους αγώνες τις Εθνικής Παλιγγενεσίας. Εκοιμήθη το 1829.
Επιφανιάδης Διονύσιος Ιερομόναχος. 1802-1887 Ο Γέροντας ή Λογιώτατος.
Υιός του Διδασκάλου του Γένους Επιφανίου Δημητριάδη (+1825), ο οποίος και αυτός επωνομάζετο Λογιώτατος. Τέκνα του Επιφανίου και της Ουρανίτσας του Θωμά Κουμπή ήταν: Θωμάς, Δημήτριος-Διονύσιος, Σάρα, Αρετή, Ουρανία (επωνομαζόμενες κατ’ακολουθίαν «Λεωτατίνες»).
Η Αρετή-Αρετίτσα είναι η γιαγιά των διηγηματογράφων Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη και Αλεξάνδρου Μωραϊτίδου.
Ο Διονύσιος Επιφανιάδης εγεννήθη εις Σκιάθον το Πάσχα του 1802 και ωνομάζετο κατά κόσμον Δημήτριος. Εξεπαιδεύθη κοντά στον εν Πάρῳ γέροντα Κυριλλάκη τον Κολλυβά και εγένετο μικρόσχημος μοναχός μετονομασθείς εις Δανιήλ.
Εδίδαξε την ελληνικήν φιλολογίαν εις Σκιάθον και Πάρον.
Απεσύρθη (1833) εις την Μονήν Αγ.Παντελεήμονος του Αγ. Όρους όπου εγένετο μεγαλόσχημος μοναχός, μετονομασθείς εις Διονύσιον και εχειροτονήθη ιερεύς. Εκλήθη εις Κωνσταντινούπολιν, ως σύμβουλος των πατριαρχών Γρηγορίου ΣΤ' (1835-1840) και Ανθίμου Δ' (1840-1841, 1848-1852). Επέστρεψεν εις Σκίαθον (1849) και ίδρυσε Μονήν, αλλά συλλαμβάνεται (1852) ως δήθεν συνεργάτης του Παπουλάκου και εξορίζεται. Ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης [ή μάλλον ο υιός του Ανρέα, ο Αθανάσιος] τον έγκαθιστα εις Υδραν (1862), όπου εκλέγεται Ηγούμενος της Μονής Προφήτου Ηλιού.
Ο καθηγητής και επίσκοπος Σύρου Αλέξανδρος Λυκούργος δια νυκτός τον μεταφέρει εις Σύρον σύμβουλόν του και πνευματικόν (1868-1882).
Τέλος εγκαθίσταται εις Σκίαθον και παραμένει μέχρι του θανάτου του (1882-1887). Εκεί ίδρυσε τις Μονές Παναγία η Κουνίστρα (ανδρών) και Τιμ. Προδρόμου (γυναικών). Ακολουθώντας τις αντιλήψεις των Κολλυβάδων, υπήρξε τύπος αυστηρού, ευσεβούς, δραστήριου και λόγιου μοναχού, συνέβαλε στήν πνευματική αναγέννηση των νήσων του Αιγαίου, ενίσχυσε δε πνευματικώς τους διηγηματογράφους Αλέξανδρον Μωραϊτίδην και Αλέξανδρον Παπαδιαμάντην. Γενικώς, ενηρμόνισε την γραμματικήν μόρφωσιν προς την Ορθόδοξον ευσέβειαν και Παράδοσιν, έκρινε δε με αυστηρότητα την δημοσίαν ζωήν της Νεωτέρας Ελλάδος.
βλ. Θρησκ. και Ηθ. Εγκυκλοπαίδεια. 5, 800
Τὰ μαῦρα κούτσουρα
Αεροφωτογραφία της Μονής. Ο δρόμος έρχεται από αριστερά. Εκεί και η κεντρική Είσοδος.
Ο Αλυπιακός Οίνος ο οποίος παράγεται μέχρι σήμερα και διατίθεται στη Μονή.
Ονομάζεται ευφυώς "Αλυπιακός", διότι παρασκευάζεται σύμφωνα με τη μέθοδο του παλαιού εκείνου Ηγουμένου, αλλά και διότι προφανώς αποδιώκει με την ευωδία και την ευφροσύνη του κάθε λύπη!..
Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010
Ὁ Γᾶμος τοῦ Καρα-Ἀχμέτη
Μπορειτε να το κατεβάσετε από εδω:
http://papadiamandes.files.wordpress.com/2010/07/kara_achmetis.pdf
Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010
Ρωμιές στη χώρα του Παπαδιαμάντη
Ρωμιές στη Χώρα του Παπαδιαμάντη
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι στο επίκεντρο της παπαδιαμαντικής δημιουργίας εξέχουσα σημασία καταλαμβάνουν οι γυναίκες, οι Ρωμιές, κατά τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, οι οποίες έχουν κατακτήσει το δικό τους κοινωνικό ρόλο και θέση στην τότε κοινωνία που ζουν, δημιουργώντας έτσι έναν κατάλογο με μορφές και χαρακτήρες, ίσως αρκετά διαχρονικό και συνυφασμένο με τούς σημερινούς τύπους γυναικών.
Πώς άραγε θα ήταν η πνευματική του δημιουργία χωρίς την παρουσία αυτών των ηρωίδων; Ποια ήταν η σχέση του μαζί τους;
Γράφει ο Κώστας Βάρναλης στο «Αισθητικά, κριτικά, Σολωμικά»: «Όταν τις νύχτες του χειμώνα στην τρώγλη του και τα πρωινά του καλοκαιριού κάτου από τα πεύκα της Δεξαμενής έδενε τα χέρια του απάνου στην κοιλιά του κ’ έγερνε ....το κεφάλι του στον αριστερό του τον ώμο ο “κοσμοκαλόγερος” Παπαδιαμάντης κι αναπολούσε τα περασμένα της “αμαρτωλής” ζωής του, τί μεγάλες τύψεις και τί πόθοι εξιλασμού ταράζανε τον εσωτερικό του κόσμο! Και ποιά ήταν τα “κρίματά του”! Κάποια Παρασκευή θα έφαγε ψάρι (“επτωμοφάγησεν”, όπως θα έλεγε ο ίδιος), κάποιο πρωί του Αυγούστου θα μπήκε μ’ άλλα παιδιά σε ξένο αμπέλι κι έκλεψε σταφύλια, ή όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών, ο οφθαλμός του εσκανδαλίσθη κ’ η καρδιά του φτεροκόπησε βλέποντας άξαφνα τη γειτονοπούλα μ’ ανασκουμπωμένα μανίκια και γυμνό λαιμό να κάνει μπουγάδα στην αυλή .
Αλλά ίσως να είχε κάμει και “αδικία” σε κάποια κοπέλα! Να. Όπως στο περιστατικό με το Μιλτιάδη Μαλακάση στη Δεξαμενή, όπου τον πλησίασε σκυθρωπός και μαζεμένος ο κυρ Αλέξανδρος. “Καλώς τον κυρ Αλέξανδρο”! Ο κυρ Αλέξανδρος δεν κάθισε, παρά είπε όρθιος: “Μίλτο, μπορείς να μου δανείσεις μια μαύρη γραβάτα;”. “Ευχαρίστως, αλλά τί τη θες;”. “Πέθανε η τάδε…Την είχα “αδικήσει”. Και τώρα θέλω να πενθήσω ”! Θα φαντάζεται κανείς τί μεγάλο “αδίκημα” της είχε κάνει! Τουλάχιστο την απάτησε κι ύστερα την εγκατάλειψε!!…Κι όμως το “αδίκημά” του ήτανε πολύ φοβερότερο -έτσι το ένιωθε! Όταν ήτανε δώδεκα χρονών στη Σκιάθο, τόνε πήρε ένα Σαββατοκύριακο ο πατέρας του ο παπάς και μαζί μ’ άλλους πιστούς πήγανε στο ξωκλήσι του Αη-Γιάννη του Μαγκούφη, όπου θα περνούσανε τη νύχτα…Τη νύχτα κοιμηθήκανε σε χωριστό δωμάτιο οι θηλυκοί και σε χωριστό οι αρσενικοί. Αλλ’ ένας συνομήλικος του Παπαδιαμάντη τον παρέσυρε στο «βάραθρο της ακολασίας»! Του είπε να πάνε κρυφά έξω από το δωμάτιο των γυναικών και να τις ιδούνε από τη χαραμάδα. Ο Αλέξανδρος υπόκυψε στον πειρασμό. Ανέβηκε σε μια πέτρα, τέντωσε το λαιμό του κ’ είδε την κοπέλα να..γδύνεται! Αυτό ήταν το μεγάλο “αδίκημά” του. Αν την έβλεπε γυμνή, χωρίς να θέλει, το αδίκημα θα ήταν μικρότερο. Αλλά τώρα πηγ’ επίτηδες.. Και “ήδη εμοίχευσεν εν τη καρδία αυτού”, γράφει ο Βάρναλης με αγαθήν “ειρωνεία”. (Κ. Βάρναλης, Αισθητικά, κριτικά, Σολωμικά, εκδ. Κέδρος).
Οι μορφές γυναικών που σκιαγραφεί ο Παπαδιαμάντης, μη φανταστείτε ότι διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από τις σημερινές. Πρόκειται για χήρες, γραίες, καλλίκομες, ευσταλείς και νεοδρεπείς νεάνιδες, νεαρά κορίτσια γεμάτα όρεξη για ζωή, πτωχές κόρες απλοϊκές, παντρεμένες με οικογενειακά άχθη, ορφανές όπως η Σοφία και η Λουκρητία, η Νταντώ κ.α. Στο διήγημα «Θέρος-έρος», προβαίνει σε μια από τις γλαφυρότερες περιγραφές του, απαριθμώντας τις χάρες της έφηβης Ματούλας: «Υπό την λεπτήν φανέλαν, όπου εφαίνοντο ανατέλλουσαι αι σάρκες της, θα έλεγέ τις ότι είχεν αποταμιευμένα νεοδρεπή, δροσερά ωχρόλευκα κρίνα, με φλεβιζούσας αποχρώσεις λευκού ρόδου. Η κόμη επέστεφε το μέτωπόν της ως ερυθραινόμενον νέφος μη επαρκούν να συστείλη την αίγλην του φωτός, και οι οφρύες της ως λευκή ομίχλη επιπολάζουσα την πρωίαν επί του ανταυγάζοντος αιγιαλού».
«Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάναστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα, ήταν νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει μαγική, η ναύς των ονείρων…» περιγράφει τη Μοσχούλα στο «Ονειρο στο κύμα».
Ιδιαίτερης μνείας, από την άλλη πλευρά, αξίζει το πλήθος των γραιών και χηρευουσών, που με επιτηδευμένη σκηνοθεσία ο Παπαδιαμάντης έχει ενσωματώσει στην σκιαθίτικη κοινωνία. Μέσω της παπαδιαμαντικής ευρηματικότητας αυτές οι γραίες, και όχι μόνο, αντιπροσωπεύουν τη γυναικεία επιδεξιότητα, χαρισματικότητα και ευελιξία στους καθημερινούς γυναικείους χειρισμούς, αποκτώντας ίσως επάξια τα ηνία μιας υπολανθάνουσας μητριαρχικής κοινωνίας, χρίζοντας εαυτούς ηγήτορες φεμινιστικών κινημάτων.
Πέρα όμως από την οικογενειακή κατάσταση, ενδιαφέρουσα είναι και η κοινωνική ιδιότητα που φέρει η καθεμιά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Αποσώστρα, μια γυναίκα που καταφέρνει να ξεπεράσει το βαρετό της καθημερινότητας αλλά και το βαρύ πεπρωμένο του παρελθόντος της με το δηκτικό αλλά και λακωνικό σχολιασμό των συντοπιτών της.
Οι γυναίκες κυριαρχούν με το δικό τους περίεργο τρόπο, χωρίς να έχουν υποστεί κάποια ιδιαίτερη μετατροπή από το δημιουργό τους. Απλά, ξεδιπλώνουν όλες τις πτυχές της ζωής τους μέσα στο συνηθισμένο, καθημερινό γίγνεσθαι, βγάζουν τα ενδόμυχά τους με τις περίεργες σκέψεις που κάνουν, αφήνοντας έτσι κάπου-κάπου μια γεύση οικειοθελούς υποδούλωσης και υποταγής στον καθωσπρεπισμό και την κοινωνική επιταγή, που τις κρατά πάντα ένα βήμα πίσω.
Ο Παπαδιαμάντης, ξεδιπλώνοντας αυτό το πολύπτυχο των γυναικείων χαρακτήρων, εγκαινιάζει τη φιλογυναικεία λογοτεχνία μολονότι οι σχέσεις του με τις γυναίκες είναι ιδιότυπες, περίπλοκες και συχνά αντιφατικές: σχέσεις αγάπης, φόβου, συμπόνιας, αποστροφής και κατανόησης, ανομολόγητου έρωτα και ομολογουμένης απόρριψης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τ’Αστεράκι, που καταφέρνει ίσως να αγγίξει τις ιδιαίτερες χορδές του πεζογράφου, και πάλι μέσα από το όνειρο. Δε στιγματίζει την αμαρτωλή γυνή, στηλιτεύει, όμως, την ψευτομετάνισσα, και στο πρόσωπό της στηλιτεύει ευθαρσώς την άκρατη υποκρισία, που ελλοχεύει στους κόλπους των θρησκευόντων. Στηλιτεύει το ναρκισσισμό της πίστης και τη λανθάνουσα υπερηφάνεια, την αλαζονεία κάποτε και την αυτοπροβολή -μα πόσο εύκολο είναι κανείς να αυτοθαυμάζεται και να αυτοθωπεύει την άκρατη συγκατάβαση.
Τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις, που οι γυναίκες προκαλούν στον Παπαδιαμάντη, παραμένουν συνήθως κρυμμένα πίσω από μία μοναχική και προσηλωμένη θρησκευτικότητα, η οποία δεν πρόσφερε πολλά περιθώρια σ' αυτούς που θα επιθυμούσαν, ίσως, να διερευνήσουν αυτό το κομμάτι του εαυτού του, ενόσω ακόμα ζούσε. Αρκετοί το επιχείρησαν αργότερα, αρκέστηκαν, όμως, στην προσπάθεια αποκάλυψης μιάς μόνο πτυχής της στάσης του Παπαδιαμάντη απέναντι στις γυναίκες, της ερωτικής, μη υποψιαζόμενοι, προφανώς, την ευρύτητα και το βάθος αυτής της στάσης, μας αναφέρει πολύ πετυχημένα η κ. Γκασούκα που εξειδικεύεται στο φυλετικό ζήτημα. Δεν αρκεί όμως να αναλύσουμε μόνο τη στάση του πεζογράφου στο ερωτικό θέμα, παραβλέποντας τη συμβολή αλλά και το δεσπόζοντα ρόλο του γυναικείου χαρακτήρα στην υπόλοιπη δημιουργία του.
Επιστρέφοντας στον κοινωνικό ρόλο των γυναικών, μία, πιστεύω, κατόρθωσε να πάρει τον κύριο αλλά και καίριο πρωταγωνιστικό ρόλο, η Φόνισσα. Η κοινωνική διάσταση της φόνισσας, ως μιας γυναίκας που λειτούργησε για πρώτη φορά αυτοβούλως παίρνοντας το νόμο στα χέρια της, ίσως θα έπρεπε να παραλληλιστεί με μια άλλη ηρωίδα, τη Χαρμολίνα, μια παραλλαγή της φόνισσας απαλλαγμένης από το φονικό αλλά συνοδευόμενης πάντα από την απόγνωση και την βασανισμένη αυτοσυνειδησία.
Η Χαρμολίνα είναι η παθητική πλευρά, η ηθογραφική διάσταση της Φόνισσας. Η γυναίκα των «συνήθων αμαρτημάτων», της ανάγκης και της υπηρεσίας που λίγο θα ξεχώριζε από το κοινό βόσκημα, αν δεν υπήρχε ο άλλος κόσμος, η δικαίωση της υπηρεσίας, επίγεια προτύπωση του οποίου είναι το μοναστήρι. Ώστε δεν είναι τυχαίο, αν ο Παπαδιαμάντης δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να τονίσει τη ριζική αντίθεση μεταξύ κοινότητας και συμβατικής κοινωνίας, της «μεγάλης κεντρικής γαστέρας», της «ώτα ουκ έχουσας». Ούτε είναι τυχαίο ότι οι εκπρόσωποι του ανεξάρτητου Ελληνικού βασιλείου απεικονίζονται ως καρικατούρες ανθρώπων, ως ανέκφραστοι πλην αλύγιστοι φορείς διαταγών. Η δήθεν ατομική ελευθερία τους δεν γνωρίζει την εσωτερική σύγκρουση. Αντίθετα, οι άνθρωποι της αποπνικτικής κοινότητας μπορούν να αντέξουν τα θανάσιμα αμαρτήματα της Φραγκογιαννούς, επειδή διέπονται από την ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι αυτό που είναι και όχι αυτό που γίνεται με τις πράξεις του. Αλλά το να είσαι, έστω και ασυνειδήτως, δεν απαιτεί λιγότερη ελευθερία από το να γίνεις.
Όσο αφορά το πρώτο του μυθιστόρημα «Η μετανάστις» (1879-1880), και το διήγημα «Γυνή πλέουσα» (1905) μαζί με την προαναφερθείσα Φόνισσα (1903) παρατηρούμε τα εξής: Σε αυτά πρωταγωνιστούν τρεις τύποι γυναικών, που ενώ σε μια πρώτη εκτίμηση φαίνονται σαν εντελώς διαφορετικές, με μια προσεκτικότερη εξέταση αποδεικνύεται πως είναι δυνατό να αποτελούν ένα και μόνο γυναικείο πρόσωπο, το οποίο αλλάζει όχι ως προς τη γυναικεία φύση του, αλλά ως προς τη στάση του απέναντι στο κοινωνικό, δηλαδή το ανδρικό, περιβάλλον. Στο πρώτο έργο παρουσιάζεται μια ξεκάθαρη εικόνα της γυναίκας-θύματος, δηλαδή της τυπικής εικόνας της ιδανικής γυναίκας, η οποία κυριαρχούσε στα μέσα του 19ου αιώνα στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Πρόκειται για τη γυναίκα που ζει σαν μια οικιακή μοναχή, με σκοπό της ζωής της να υπηρετεί έναν άνδρα -συνήθως πατέρα ή σύζυγο- με μοναδική μοίρα της το γάμο ή το θάνατο. Αυτή ακριβώς είναι η μοίρα της πρωταγωνίστριας του μυθιστορήματος, η οποία πεθαίνει από μαρασμό, όταν την εγκαταλείπει ο αρραβωνιαστικός της, που πίστεψε στη συκοφαντία πως η Μαρίνα πριν από αυτόν είχε αγαπήσει κάποιον άλλον.
Η Φραγκογιαννού στη Φόνισσα ανατρέπει δυναμικά την παραπάνω ανδροκρατούμενη στερεότυπη εικόνα της γυναίκας: αφού κατορθώνει να επιβιώσει αναπτύσσοντας μια οικονομία της συμπεριφοράς, η οποία αποτελεί καρπό της επιτυχημένης προσαρμογής της στις απαιτήσεις της ανδροκρατούμενης κοινωνίας, ξαφνικά «ψηλώνει ο νους της» και επαναστατεί με έναν τρόπο που δεν αμφισβητεί απευθείας και προκλητικά τους ισχύοντες κανόνες, αλλά τους υπονομεύει καταλυτικά μέσα από μια κλιμάκωση εκείνης της αποτελεσματικής οικονομίας της συμπεριφοράς και της δράσης της: η Φραγκογιαννού δεν προσπαθεί να ανατρέψει τους κανόνες, αλλά να προσαρμοστεί σε αυτούς -με τη διαφορά πως δεν το κάνει υπάκουα, πειθήνια ή δουλικά.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την Καραβοκυρού στο διήγημα «Γυνή πλέουσα», η οποία αποτελεί μια τελική σύνοψη των πιθανών στάσεων της γυναίκας απέναντι στην κοινωνία των ανδρών. Η στάση της συνδυάζει την υπακοή της Μαρίνας με τη βίαιη αντίδραση της Φραγκογιαννούς. Ο συνδυασμός, ωστόσο, αυτός παρουσιάζεται από τον Παπαδιαμάντη να πραγματοποιείται με έναν τρόπο θεατρικό, με μια επίφαση δραματικής συμπεριφοράς: η Καραβοκυρού απαλύνει τη λανθάνουσα δυσαρέσκεια από τη ζωή της, πίνοντας κρασί και μεθώντας, ενώ παράλληλα κρύβει επιμελώς από τον άντρα της αυτή τη συνήθειά της. Και όταν ο τελευταίος το μαθαίνει και απειλεί πως θα την εγκαταλείψει, αυτή επιχειρεί μια αυτοκτονία που ουσιαστικά είναι εικονική. Με τον τρόπο αυτόν ο Παπαδιαμάντης, ύστερα από είκοσι έξι χρόνια, ανακαλεί τη λανθάνουσα, αλλά ουσιαστική αυτοκτονία της Μαρίνας μέσα από μια θεατρική συμπεριφορά, που ειρωνεύεται καταλυτικά τα ανδρικά στερεότυπα.
Πέρα όμως από τη Φόνισσα, υπάρχουν και οι Αχτίτσες, οι Συρραχίνες, οι Κουμπίνες και πλείστες άλλες γυναίκες ,που καταθέτουν την ψυχή και το είναι τους στην υπηρεσία των οικείων προσώπων τους, με μόνη ανταμοιβή την ηθική ικανοποίηση αλλά και πρωτίστως την πεποίθηση ότι έτσι είναι η ζωή και συνεπώς η μοίρα τους. Μια μοίρα που δεν επέλεξαν οι ίδιες, μια ζωή στη οποία δεν πρόλαβαν να καταθέσουν τα όνειρα τους, δεν άφησαν το χρόνο να γίνει σύμμαχός τους παρά εχθρός σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία που πάντα συναινούσε στο απόμακρο, επιτακτικό και αποπνικτικό γι’αυτές μη αφήνοντας περιθώρια αντίδρασης.
Συνυφασμένο άμεσα με το θέμα των γυναικών είναι το θέμα της προίκας των κοριτσιών, ένα πραγματικά μεγάλο βάσανο για τους γονείς. Από μια απλή γονική προσφορά μεταβάλλεται και παρουσιάζεται στο έργο σαν κοινωνικός θεσμός. Ο εύκολος αυτός τρόπος πλουτισμού των αντρών, λειτουργούσε ψυχαναγκαστικά έως και εκβιαστικά στις οικογένειες των κοριτσιών και είχε άμεση εξάρτηση στο κατά πόσο είναι πιθανό να παντρευτεί ή όχι μια γυναίκα (Ώφειλεν έκαστος να δώση και μετρητήν προίκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακοσίας, αδιάφορον. Άλλως, ας είχε τας κόρας του να τας καμαρώνη. Ας τας έβαζε στο ράφι. Ας τα έκλειε στο δουλάπι. Ας τας έστελνε στο Μουσείον). Από την στιγμή της γεννήσεως ενός κοριτσιού, οι γονείς έπρεπε να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τον τρόπο που θα αποκτήσουν την απαραίτητη προίκα για το παιδί τους. Υπό αυτή τη μορφή, η προίκα είχε και μια άλλη κοινωνική επίπτωση: διέλυε και αποσάθρωνε τις μικρές αγροτικές οικογένειες. Ήταν επομένως ανεπιθύμητη η γέννηση θηλυκών από τους φτωχούς γονείς (Τί δούλεψη να κάμη κανείς στη φτώχεια!... Η μεγαλύτερη καλωσύνη που μπορούσε να τους κάμη θα ήταν να είχε κανείς στερφοβότανο να τους δώση -Θε μ’ σχώρεσέ με!-. Ας ήτο και παλληκαροβότανο).
Έντονη η αναφορά στις σεβάσμιες, πονεμένες γραίες. Όντα μαγικά, αγέρωχα, μυστηριώδη, πλασμένα πάντα σε μια άκρατη θρησκευτικότητα, ουραγό πολλές φορές των πράξεων τους. «- Παιδιά μου, κορίτσια μου, αρχίζει να ομιλή η γρια-Συρραχίνα, παλαιά καπετάνισσα. Με το ραβδάκι της και με το καλαθάκι της στο χέρι, με τα ογδόντα χρόνια στην πλάτη της, μπόρεσε κι ανέβη τον ανήφορον και ήλθε, διά να καμαρώση -ίσως διά τελευταίαν φοράν- το καράβι του γυιού της που έφευγε. Ξέρετε τί μεγάλη χάρη έχει, και πόσο καλό έκαμε στους θαλασσινούς αυτό το εκκλησιδάκι της Μεγαλόχαρης»;
Το παραπάνω είναι απόσπασμα από το Αγνάντεμα, του οποίου κυρίαρχο θέμα , πέρα από τους ναυτικούς, είναι και το ήθος των γυναικών. Καπετάνισσα, καλοστεκούμενη η Συρραχίνα και με πολλά χρόνια στη πλάτη της , θεωρεί καθήκον της να αποχαιρετήσει το γιό της, με όποιο τρόπο, κι ας ξεπεράσει τα όρια της, τις αντοχές της, γνωρίζει όμως ότι οι ευχές στην Παναγία θα συνοδεύουν το καράβι και το πλήρωμα του, επομένως ήταν υποχρέωση της να πάει. Είναι η ίδια υποχρέωση που αισθάνεται και η σημερινή μάνα για τις αντιξοότητες των παιδιών της.
- Κυρίαρχος σε όλα ο ρόλος της μάνας, που θυσιάζεται, που ξενυχτάει, που υπηρετεί αδιαμαρτύρητα, και τα παιδιά αλλά και τα εγγόνια. Είναι ο ίδιος ρόλος σε μια κοινωνία που άλλαξε σε όλα, αλλά όχι σε αυτό. Και ο Παπαδιαμάντης το αφήνει να εννοηθεί στα περισσότερα των διηγημάτων του, τα οποία χρωματίζονται και γίνονται έτσι διαχρονικά. Η Αφροδώ με τα 8 κορίτσια και ένα αγόρι που πέθανε, η θειά η Μορισώ, η γνωστή αποσώστρα, που μαλάκωνε τον πόνο της με το κουτσομπολιό.
- Μανάδες που δούλευαν σκληρά και όχι μόνο στο σπίτι αλλά και στα χωράφια, στο φούρνο όπως η Σοφιά με τις δυο θυγατέρες, η Σεραϊνώ η μαία, χήρα του Καντούσου, η γριά Καντούσαινα, χήρα εκ νεότητας με δυο αγόρια. Ποιός μπορεί να ξεχάσει τη χαροκαμένη πτωχή γραία Λούκαινα, που είχε χάσει και τα πέντε παιδιά της, και η ζωή της ήταν μόνο ένα πένθιμο βαθύ μοιρολόι, το οποίο όμως έμελλε να έχει και συνέχεια με το πνιγμό της εγγόνας της, Ακριβούλας..
Στην “Τελευταία Βαπτιστική” η ηρωΐδα, η θεία Σοφούλα-Κωνσταντινιά, είναι μια γυναίκα που έχει όλα τα χαρακτηριστικά της αρχοντιάς. «Σεβασμία οικοδέσποινα εβδομηκονταετής, με σύνεση, νοικοκυροσύνη και μεγάλη καρδιά. Τόσο μεγάλη όσο να χωράει κοντά στα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά της καί.....σαράντα βαφτιστικούς! Σαραντού ήταν το επίθετο που της αποδόθηκε από το “Σαραντανονού”. Ο ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός των βαπτιστικών δεν οφειλόταν σε δική της επιπολαιότητα και άγνοια των ευθυνών της απέναντι σε τόσα πολλά πνευματικά τέκνα, αλλά στην καλοσύνη της και τις προλήψεις του βασανισμένου από την βρεφική θνησιμότητα λαού των ετών 184.... Αποδείχθηκε ότι είχε “καλό χέρι” και ότι όσα παιδιά αναδεχόταν ζούσαν. Έτσι όλοι άρχισαν να την “πολιορκούν”. Η καλοσυνάτη και ευσεβής γυναίκα “υπέφερε μετά χάριτος την αγγαρείαν ταύτην”, η οποία απαιτούσε από αυτήν κάποιες οικονομικές θυσίες και την υπέρβαση της γκρίνιας του κατά τα άλλα αγαθού συζύγου της».
Η Μαχούλα, η γυναίκα που πρωταγωνιστεί στο διήγημα «Η Φαρμακολύτρια» του Παπαδιαμάντη, έχει τέσσερις κόρες κι ένα γιο, τον οποίο έχει πλανέψει μια μεγαλύτερή του γυναίκα. Το γεγονός ότι ο γιος της, που είναι μόλις είκοσι χρονών, θέλει με κάθε τρόπο να παντρευτεί μια γυναίκα μεγαλύτερη από αυτόν, τη στιγμή μάλιστα που οι αδερφές του είναι ακόμη ανύπαντρες, η Μαχούλα δεν μπορεί να το δεχτεί ως κάτι το λογικό, γι’ αυτό και το αποδίδει στη χρήση μαγείας.
Ο απλός μύθος της θείας Σκεύως, που το μητρικό της φίλτρο την ωθεί να μπει Βαρδιάνος στα σπόρκα, φύλακας, δηλαδή, στα επιχόλερα πλοία, ο Παπαδιαμάντης κινεί έναν ασυνήθιστα μεγάλο κύκλο προσώπων και επεισοδίων και χωρίς να απομακρυνθεί από τον κεντρικό μύθο, αναπλάθει έναν κόσμο ολόκληρο με αδρά χρώματα, λιτή γραφικότητα και οραματική ενάργεια. Ιδιαίτερα τον συγκινούν οι πονεμένες γυναίκες, οι χτυπημένες από τη ζωή και τον θάνατο, οι οποίες όμως δεν παύουν να αγωνίζονται, να παλεύουν γι’ αυτούς που αγαπούν, να διεκδικούν το μερίδιό τους στη ζωή, έστω κι αν κάποτε φαίνονται σκληρές, ίδιόρρυθμες ίσως και γραφικές.
Μια τέτοια γυναίκα -ηρωΐδα του διηγήματος- είναι η θειά Μαριώ η Χρήσταινα -η Ντελησυφέρω. Γυναίκα με αγωνιστικό, σχεδόν αντρικό, φρόνημα βλέπει τη ζωή σαν έναν πόλεμο, τον οποίο πρέπει να κερδίση πάση θυσία. Πολεμάει μέσα και έξω από το σπίτι της, άνδρας και γυναίκα μαζί, μάνα και πατέρας, πάππος και μάμμη, αφού οι τραγικές συγκυρίες της ζωής της την άφησαν πρώτα χήρα να μεγαλώνη τα ορφανά παιδιά της και αργότερα χαροκαμένη μάνα να μεγαλώση μέσα σε αντίξοες συνθήκες τα ορφανά εγγόνια της. Πόλεμος να επιβληθή μέσα στο σπίτι της, πόλεμος για να βρη το δίκιο της στη γειτονιά, στην αγορά, στα δημόσια γραφεία. Πόλεμος ακόμα και στην Εκκλησία… για το στασίδι της, τη θέση της, “τήν αράδα της”. Καμιά άλλη δεν επιτρέπεται να το καταλάβη. Είναι σχεδόν ιδιοκτησία της, την οποία με κάθε τρόπο πρέπει να διαφυλάξη. Εξ ου και το παρεγκώμι “Ντελησυφέρω”, που της κόλλησαν οι άλλες γυναίκες. Ποιά τολμούσε να τα βάλη μαζί της, γνωρίζοντας μάλιστα ότι είναι ικανή να δείρη ακόμη και άνδρες.
Οι γυναίκες του Παπαδιαμάντη ελάχιστα μαρτυρείται οτι φεύγουν από το νησί. Η θάλασσα φαίνεται ότι έχει θέλγητρα και αποτελεί δρόμο διαφυγής μόνο για τους άνδρες. Οι γυναίκες την βλέπουν ανταγωνιστικά, γιατί τους κλέβει τους άνδρες. Την ονομάζουν άστατη ερωμένη, μάνα, μητριά, πεθερά ή νύφη. (Κοκκώνα Θάλασσα, Α,213-4).
Μάλιστα μετά από την αποδημία των ανδρών, φαίνεται σαν οι γυναίκες να κυριαρχούν στο νησί. Το γεγονός ότι οι άνδρες λείπουν ολοχρονίς από το νησί, το οποίο, όπως και τα περισσότερα, χαρακτηρίζεται από λειψανδρία ή και παντελή ανανδρία μερικές φορές, δίνει στις γυναίκες μια αυτονομία, διότι ουσιαστικά αυτές είναι που φέρνουν βόλτα το σπιτικό, τα υποστατικά, τα παιδιά, τα ζώα.
Με το μισεμό των ανδρών, οι γυναίκες μένουν με ένα τρόπο που ουσιαστικά αναπληρώνει την έλλειψή τους. Επωμίζονται όλα τα βάρη, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και απολαμβάνουν κάποιο βαθμό ελευθερίας. Έτσι, ενώ οι γυναίκες είναι καταπιεσμένες λόγω των κοινωνικών αντιλήψεων της εποχής, εν τούτοις δεν παρουσιάζουν τη μιζέρια των καμπίσιων κοινωνιών, όπως αυτή περιγράφεται στα διηγήματα π.χ. του Καρκαβίτσα, τις οποίες περιφρονούσαν και οι ίδιοι οι Σκιαθίτες. (Β, 21). Σύμφωνα με μαρτυρία του Τέλλου Άγρα, ο οποίος επικαλείται και τη γνώμη του Βλαχογιάννη, η θέση της γυναίκας στα νησιά του Αιγαίου ήταν παράξενη, καθώς εκεί βασίλευε ένα είδος πολίτευμα κοινωνικο-γυναικοκρατικό (Άγρας, 161, κειμ. και σημ.).
Η παρουσία των γυναικών στο νησί είναι σύμβολο σταθερότητας, ακινησίας και σιγουριάς, σε τέτοιο σημείο δε αποτελεί την παράμετρο της σταθερότητας, ώστε σε κάποια διηγήματα αυτό το ρίζωμα των γυναικών στο νησί παίρνει τη βαρύτητα συμβόλου.
Στο διήγημα Υπό την βασιλικήν Δρυν, το δέντρο στο όνειρο του συγγραφέα μετατρέπεται σε γυναίκα και η έντονη παρουσία του στο όνειρο του συγγραφέα τον οδηγεί στο να διατυπώσει την άποψη ότι τα δέντρα που βλέπουμε είναι γυναίκες. Στο Αγνάντεμα, ο βράχος ονομάζεται Φλανδρώ και είναι η γυναίκα που μαρμάρωσε περιμένοντας τον άνδρα της να γυρίσει από τα ξένα. Γυναίκα ήταν και ένας άλλος βράχος, η Μαυρομαντηλού, που μαρμάρωσε περιμένοντας. Η Λουλούδω περιμένοντας έγινε ένα άνθος πάνω στα κύματα Στο Άνθος του Γιαλού. Αυτές είναι κάποιες μόνο ενδεικτικές περιπτώσεις, που ποιητικά και συμβολικά συνθέτουν μια εικόνα, που σίγουρα αντκατοπτρίζει μια ιστορική πραγματικότητα.
Τόσο πολύ η γυναικεία παρουσία είναι δεμένη με το χώρο, με την εστία, ώστε ακόμη και μικρότερης κλίμακας μετακινήσεις της είναι σπάνιες: Έτσι ακόμη και κατά το γάμο, ο γαμπρός είναι αυτός που μετακινείται στο σπίτι της νύφης, αφού κατά κανόνα το σπίτι ήταν υποχρέωση, προίκα δηλαδή, της νύφης.
Όσο δύσκολη και αν είναι η κατάσταση που διαμορφώνεται με τον ξενιτεμό των ανδρών όσο κι αν ερημώνουν τα σπίτια, τα χωριά, οι αγκαλιές και τα κρεβάτια των γυναικών, όμως είναι κάτι που θεωρείται αποδεκτό, σχεδόν φυσικό, αντιμετωπίσιμο. Αντίθετα, στις ελάχιστες περιπτώσεις όπου έχουμε μετακίνηση γυναίκας, διακρίνουμε σε όλο το κλίμα του διηγήματος μια απαξίωση. Κι ακόμη να πλανάται κάποια απροσδιόριστη απειλή. Ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η δράση σε αυτά τα διηγήματα, ή και ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται οι τύχες, ιδιαίτερα των ηρωίδων, από την αλληλουχία των γεγονότων μαρτυρεί μια διασάλευση της καθεστηκυίας τάξης με τραγικές συνέπειες για τη ζωή των προσώπων.
Ο κόσμος αυτός είναι οικείος και κοντινός στον συγγραφέα και, παρά την πολυπλοκότητα, τις αντιφάσεις του ή τη σύγχυση που του προκαλεί, τον κάνει να αισθάνεται ασφαλής και πρόθυμα συνδιαλέγεται μαζί του. Η απόδοση αυτού του κόσμου στα γραπτά του αποτελεί αναμενόμενη κατάληξη, καθώς έχει ουσιαστικά στρέψει την πλάτη στον κόσμο των ανδρών, ιδιαίτερα των ανδρών της πόλης, των οποίων πολλές ενασχολήσεις και αντιλήψεις αποδοκιμάζει ως επικίνδυνες. Ασχολείται μαζί τους, κυρίως για να τις χλευάσει.
«Nα πού βρίσκεται η αληθινή μαγεία του Παπαδιαμάντη. Δε ζητά να τεντώσει τα νεύρα μας, να σείσει πύργους και να επικαλεστεί τέρατα. Οι νύχτες του, ελαφρές σαν το γιασεμί, ακόμη κι όταν περιέχουν τρικυμίες, πέφτουν επάνω στην ψυχή μας σαν μεγάλες πεταλούδες που αλλάζουν ολοένα θέση, αφήνοντας μια στιγμή να δούμε στα διάκενα τη χρυσή παραλία όπου θα μπορούσαμε να 'χαμε περπατήσει χωρίς βάρος, χωρίς αμαρτία. Είναι εκεί που βρίσκεται το μεγάλο μυστικό, αυτό το "θα μπορούσαμε" είναι ο οίακας που δε γίνεται να γυρίσει, μόνο μας αφήνει με το χέρι μετέωρο ανάμεσα πίκρα και γοητεία, προσδοκώμενο και άφταστο». (Ελύτης) "Σα να 'χανε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου"...
Αλεξανδριανέ μ' αέρα
........ Και οι ναύται απεχαιρέτιζον τες γυναίκες κράζοντας "καλή νύχτα!". Και αι γυναίκες απήντων μακρόθεν "Καλή νύχτα! Καλή νύχτα σας! Καλό πράτιγο!". Και η κάθε μία εις τον άνδρα της έλεγε : "Καλή νύχτα καλέ μου! νοικοκύρη μου! σταυραετέ μου!". Και εις τον υιόν της η κάθε μία έλεγε: "Καλή νύκτα, καναρίνι μου!πουλί μου! ξεπεταρούδι μου!". Και πολλάκις επρόσθετον παρονομασίαν τινά, κατά το όνομα εκάστου. Αν ο εκτελών την κάθαρσιν ωνομάζετο Γιαλής, ως ο σύζυγος της θεία-Σκευώς, τότε το θωπευτικόν όνομα ήτο "Γιαλέινέ μου" [...] Αν εκαλείτο Αλέξανδρος, η προσηγορία ήτο "Αλεξανδριανέ μ' αέρα".
Βαρδιανός στα Σπόρκα .
Ο Παπαδιαμάντης και ο κατά Βακαλόπουλο “ιερός μελωδός της πραγματικότητας”, ο δημιουργός αυτών των τόσο δικών μας Ρωμιών, που με ενορχηστρωμένη μαεστρία σκιαγραφεί και τοποθετεί στη χώρα του, τη Σκιάθο, με βεβαιότητα μας οδηγεί στον υπήνεμο λιμένα της συναισθηματικής μας πλήρωσης, με την υπενθύμιση πως η γαλήνη φωλιάζει δίπλα στην απλότητα.
Βιβλιογραφία
1. Αγγελική Ταλιγκάρου-Η Ελληνική Μετανάστευση του τέλους του 19ου αι. μέσα από την Ελληνική Λογοτεχνία. Μια μελέτη περίπτωσης".
2. Η Αυγούστα της "ρομαντικής " Παπαδιαμαντικής δημιουργίας. Μ.Γκασούκα.
3. Διδάσκοντας Παπαδιαμάντη. Του Στέλιου Παπαθανασίου
4. Από τη Μετανάστιδα στη Φόνισσα, και από τη Φόνισσα στη Γυναίκα πλέουσα. του Βαγγέλη Αθανασόπουλου.
5. Κ. Βάρναλης, Αισθητικά, κριτικά, Σολωμικά. εκδ. Κέδρος.
6. Εκκλησιαστική παρέμβαση. Μαρία Κουτούση -Σύψα
7. Ασλανίδης Ε.Γ., «Το μητρικό στοιχείο στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη», στο: Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη (επιμ.), Εισαγωγή στην Πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2005
8. Beaton R., Εισαγωγή στη Νεοελληνική Λογοτεχνία, μτφρ. Ε. Ζούγρου και Μ. Σπανάκη, Νεφέλη, Αθήνα 1996
9. Ο κόσμος του Παπαδιαμάντη. Αριστείδης Δάγλας
10. Οδυσσέα Ελύτη "Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη".
11. archive.gr
Σοφία Δ. Κανταράκη Φιλολόγος στο 3ο Γυμνάσιο Βόλου
Σάβ, 19/02/2011 - 13:17
Το Κάστρο.
Φαίνεται αριστερά η Πύλη, δεξιότερα μια τυπική οικία αναστηλωμένη, το τζαμί (χωρίς μιναρέ) και το Μπαρμπεράκι (το υψηλότερο σημειο) με την ελλην.σημαία. Ο Ναός της Γεννήσεως του Χριστου μόλις διακρίνεται πίσω από το Τζαμί σε κοίλωμα του εδάφους. Διακρίνεται καθαρά ο Ναός της Αγ.Μαρίνας. Όλος ο υπόλοιπος χωρος ηταν κατειληλμένος από τις οικίες των Σκιαθιτων.
Μπορείτε να κάνετε κλικ πάνω στην εικόνα, για να την δείτε σε μεγαλύτερο μέγεθος, καθαρότερα
Τρίτη 13 Ιουλίου 2010
Ἐπιμηθεὶς εἰς τὸν βράχον
http://papadiamandes.files.wordpress.com/2010/07/epimytheis.pdf
Τὸ Διήγημα ἀναφέρεται σὲ ἐκδρομὴν καὶ Θ.Λειτουργίαν κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Ἀναλήψεως, στὸν Ναὸν τοῦ Χριστοῦ στὸ Κάστρον τῆς Σκιάθου.
Τελικῶς ὁ πυρὴν τῆς διηγήσεως εἶναι τὸ θέμα κατὰ πόσον ἦτο ὠφέλιμον καὶ πρέπον νὰ ἐπιδοθῇ ὁ Παπαδιαμάντης, μὲ τὸ τόσον πλούσιον ψυχικὸν περιεχόμενον καὶ τὴν μόρφωσίν του, νὰ ἐπιδοθῇ εἰς συστηματικὸν κήρυγμα.
Ὡς γνωστὸν ὁ Παπαδιαμάντης ἐπιμελῶς ἀπέφευγε τοιούτου εἴδους δρᾶσιν, παρ᾿ ὅτι εἰς τὴν ἐποχήν του ὑπῆρχεν ἰσχυρὸν ῥεῦμα πρὸς τοῦτο.
Τὸ "ἐπιμηθεῖς" ἴσως σημαίνει ὅτι ὁ φίλος του, ποὺ ἐπέμενε νὰ τὸν συμβουλεύῃ περὶ τοῦ πρακτέου, ἤτοι περὶ τοῦ νὰ ἐπιδοθῇ εἰς τὸ κήρυγμα, "ἐσκέφθη ἐξ ὑστέρου ὡριμότερον" καὶ ἀνεγνώρισε τὴν ματαιότητα τοῦ πρῴην λογισμοῦ του.