Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Τὸ Κάστρο - Ἀεροφωτογραφία




Τὸ Κάστρον τῆς Σκιάθου ἢ Παλαιοχώρι.

Οἱ Σκιαθίτες, τὸ 1200 μΧ περίπου ἐγκατέλειψαν τὴν ἀρχαία πόλι (ὅπου νῦν τὸ Λιμάνι τῆς Σκιάθου) καὶ ἔκτισαν ὀχυρὸ στὸ βορειότατον ἄκρον τοῦ Νησιοῦ, γιὰ νὰ προστατευθοῦν ἀπὸ τοὺς πειρατές, ποὺ λυμαίνονταν τὸ Αἰγαῖον πέλαγος.
Ἡ ἀπόστασις ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Σκιάθου εἶναι 3 ὧρες μὲ τὰ πόδια, 1,30’ ὥρα μὲ καραβάκι καὶ 30’ μὲ αὐτοκίνητο.
Ἦτο ἐκ φύσεως ὀχυρὸς καὶ ἀπόρθητος ὁ τόπος, ἐξαιρετικὰ ἀπόκρημνος ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς του. Κατεσκευάσθη μία –καὶ μόνον- πρόσβασις στὸν νότιον αὐχένα, τὸν πρὸς τὴν ξηράν, ὑψηλόν, πετρόκτιστον μονοπάτι, τὸ ὁποῖον ὅμως διεκόπτετο εἰς ἕνα κρίσιμον σημεῖον κι ἐδημιουργοῦσε χᾶσμα 10 περίπου μέτρων. Αὐτὸ τὸ χᾶσμα τὸ ὑπερέβαινον οἱ Σκιαθίτες μὲ ξυλίνην γέφυραν, ἡ ὁποία ἀπεσύρετο τὴν νύκτα ἀλλὰ καὶ σὲ ἐπικίνδυνες περιστάσεις πρὸς τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ Κάστρου. Ὑπῆρχε δὲ ἐκτὸς τούτου καὶ περιτείχισμα μὲ ἐπάλξεις πρὸς τὴν πλευράν αὐτὴν καὶ πύλην τοῦ Κάστρου, μὲ τὴν ἀπαραίτητον «ζεματίστραν» ἄνωθεν αὐτῆς. Ἀρίστην περιγραφὴν τοῦ Κάστρου δίδει ὁ Παπαδιαμάντης στὸ διήγημα «Ὁ φτωχὸς Ἅγιος».
Ἀπὸ τὴν ἱδρύσίν του τὸ Κάστρο αὐτό, μέχρι τὸ 1453 τὸ ἐξουσίαζαν οἱ Βυζαντινοί. Στὴ συνέχεια τὸ παρέλαβαν οἱ Ἑνετοὶ μέχρι τὸ 1538 (85 χρόνια), καὶ κατόπιν οἱ Τοῦρκοι μέχρι τὸ 1821 (283 χρόνια). Ἐγκατελείφθη τὸ 1829, καθὼς οἱ κάτοικοι ἐγύρισαν στὴν πόλιν τῆς Σκιάθου, στὸ Λιμάνι. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔζησε σ᾿αὐτὴν τὴν πόλιν, ὅπου καὶ δεικνύεται τὸ σπίτι του, Μουσεῖον ἤδη.
Ἐπισκευάσθηκε τὸ Κάστρο στὰ 1619. Τὰ ἀρχοντόσπιτα τοῦ Κάστρου ἦταν ἀνάμεσα στοὺς Ναοὺς· Χριστὸς (Γεννήσεως), Παναγία Πρέκλα καὶ Ἅγιος Νικόλαος. (πρβλ. ἀναφορὰν στὸ διήγημα «τὰ μαῦρα κούτσουρα»). Ἐκεῖ, στὴν Ἀρχοντογειτονιά, ὑπῆρχαν καὶ οἱ ἀπαραίτητες δεξαμενὲς γιὰ νερό.
Τὸ Νεκροταφεῖον εὑρίσκετο ἐκτὸς τοῦ φρουρίου, κοντὰ στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Τιμίου Προδρόμου (ἀφιερωμένο στὴν Ἀποτομήν, 29 Αὐγούστου).
Ὀνομαστὸς Ἑνετὸς διοικητὴς Βιτσάντζο Μπάφο, πολὺ σκληρός.
Τὸ 1518 οἱ κάτοικοι ξεσηκώθηκαν ἐναντίον του μὲ ἀρχηγὸν τὸν γέροντα ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο τοῦ νησιοῦ.
Τὸ 1538, ποὺ ἐπολιουρκοῦσε τὸ Κάστρον ὁ Μπαρμπαρόσα μὲ 80 τοὐλάχιστον πλοῖα, κάποιοι Σκιαθίτες σκότωσαν τὸν Ἑνετὸν διοικητὴν Ἱερώνυμον Μέμο καὶ παρέδωσαν τὸ κάστρο στοὺς Τούρκους, ἐλπίζοντας νὰ καλυτερεύσῃ ἡ τύχη τους. Ἔπεσαν ὅμως ἔξω, γιατὶ ὁ Μπαρμπαρόσα τοὺς ἀπεκεφάλισε καὶ πῆρε παρα-πολλοὺς αἰχμαλώτους. Ἀργότερα πάλι, τὸ 1655, οἱ Ἑνετοὶ λεηλάτησαν τὸ νησὶ καὶ τὸ 1660 τὸ κατέλαβαν (προσωρινῶς) μὲ τὸν Φραγκίσκον Μοροζίνη καὶ ἔδειξαν στοὺς Σκιαθίτες μεγάλην σκληρότητα.
Τὸ 1771 συνέβη μία παράδοξος κατάληψις καὶ λεηλασία τοῦ Κάστρου ἀπὸ τὸν λήσταρχον Γιώργην Τζόγκανον, ὁ ὁποῖος μὲ 60 συντρόφους του ἀνέβηκε –ἀπίστευτον- ἀπό τὴν βορεινὴν πλευρὰν τοῦ βράχου, τὴν ἄκρως κρημνώδη, καὶ κυρίευσε τὸ Κάστρο καὶ τὸ λεηλάτησε. Τότε κατεστράφη καὶ τὸ Ἀρχεῖον τῆς Καγκελαρίας τοῦ νησιοῦ καὶ χάθηκαν ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς μεσαιωνικῆς ἱστορίας του.
Στὰ χρόνια τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως πολλὲς καταπιέσεις καὶ ζημίες δοκίμασαν οἱ Καστρινοὶ ἀπὸ τοὺς Λιάπηδες. Τελικὰ 14 Ἰουλίου τὸ 1826, ὁ τσάμης Καρατάσος μὲ τοὺς Λιάπηδες κυρίευσαν τὸ ὀχυρό καὶ τὸ λεηλάτησαν.
Ὁ Χριστὸς –ἡ Γέννηση– ἦταν ἡ Μητρόπολη. Τρεῖς Ἐνορίες ὑπῆρχαν: τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ τῆς Ἁγίας Μαρίνας. Οἱ Ναοὶ αὐτοὶ διατηροῦνται σήμερα, καθὼς καὶ ἕνας ἀκόμη πλησίον τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο Βασίλειο. Ἐννοεῖται ὅτι τὸ Κάστρο ἦταν γεμᾶτο μὲ διάσπαρτους Ναΐσκους, οἱ ὁποῖοι θὰ ἔφθαναν τοὺς 30.
Τζαμὶ (χωρὶς μιναρὲ) ὑπῆρχε καὶ δεικνύεται, καὶ πλάϊ του τὸ τουρκικὸ διοικητήριο (ἐρειπωμένον τώρα). Μέσα στὸ Κάστρο ὑπῆρχε πάντα ἕνας Τοῦρκος, ποὺ ἐπώπτευε καὶ μάζευε τοὺς φόρους. Ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Τζαμὶ ἔχει ἀναπαλαιωθῆ μιὰ τυπικὴ οἰκία καστρινῆς οἰκογενείας, ἰσόγεια, λιτή, φτωχική. Υπολογίζονται ὄχι παραπάνω ἀπό 300 τέτοια σπίτια στὸν χῶρο τοῦ Κάστρου γιὰ τοὺς ὄχι πάνω ἀπὸ 1000 (ἢ βίᾳ 1200) κατοίκους του.
Παρὰ τὴν εἴσοδον τοῦ Κάστρου ὑπῆρχε πλάτωμα, ὀνομαζόμενον «Κιόσκι», ὅπου ἐσύχναζαν οἱ προεστοὶ καὶ συνωμιλοῦσαν ἐπὶ τῆς ἐπικαιρότητος. (βλ.διήγημα «τὰ μαῦρα κούτσουρα»).
Στὸ ἄκρον τοῦ βράχου, ποὺ εἶναι τὸ βορειότερον καὶ τὸ ὑψηλότερον σημεῖον, ὑπῆρχε (καὶ σώζεται) κανόνι, τὸ ὁποῖον ὠνομάζετο, «τὸ κανόνι τῆς ἀναγκιᾶς» (τῆς ἐκτάκτου ἀνάγκης). Περισσότερον συμβολικὸν καὶ γιὰ νὰ εἰδοποιῆ, παρὰ γιὰ νὰ ἐπιφέρη ἀποτέλεσμα ἀμύνης καὶ προστασίας στὸ Κάστρον. Τὸ ὑψηλότερον αὐτὸ σημεῖον, ὅπου σήμερα κυματίζει πλήρης χάριτος καὶ παρρησίας ἡ ἑλληνικὴ σημαῖα, ὠνομάζετο «Μπαρμπεράκι», καὶ τὸ κτυποῦν μὲ ἰδιαιτέραν ἰσχὺν ὅλοι οἱ ἀνέμοι!..
Παναγία ἡ Κατευοδώτρα, ἦταν Ναὸς πάνω σὲ βράχο ψηλὰ πάνω ἀπὸ τὸ λιμάνι, Ἀνατολικὰ τοῦ Κάστρου, καὶ ὠνομάζετο ἔτσι, διότι κατευώδωνε τοὺς ἄνδρες ποὺ ξεκινοῦσαν γιὰ ταξίδι. Μετὰ τὸν προσωπικὸν ἀποχαιρετισμόν, οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ καὶ οἱ συγγενεῖς τῶν ναυτικῶν ἀνέβαιναν σ᾿αὐτὸν τὸν Ναόν, ὁ ὁποῖος εἶχε πανοραμικὴ θέα πρὸς τὴν θάλασσαν καὶ κατευώδωναν τοὺς ἀναχωροῦντας, κουνοῦσαν τὰ μαντήλια, ἔψαλλαν Παρακλήσεις.. Σήμερα φαίνεται τὸ ἐρείπιον τοῦ Ναοῦ, σὲ ράχην ἀκριβῶς πάνω ἀπὸ τὴν θάλασσαν, τὸ ὁποῖον ὅμως ἔχει κατολισθήσει περίπου 200 μέτρα χαμηλότερα ἀπὸ τὴν πρώτην του θέσιν, καὶ ἔχει πάρει κλίσιν πρὸς κατάρρευσιν. Παναγία Κατευοδώτρα ἔκτισαν οἱ νεώτεροι Σκιαθίτες στὸ ἀεροδρόμιο, στὸ τέρμα τοῦ ἀεροδιαδρόμου, γιὰ νὰ κατευοδώνη αὐτούς, ποὺ μὲ νέα μέσα πλέον ἔρχονται καὶ φεύγουν στὸ Κολλυβάδικο Νησί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου