Τρίτη 20 Μαΐου 2025

Ιωάννης ο απλούς της Θεσσαλονίκης

  Διήγημα

 Κατ τν τρόπον λεξάνδρου Παπαδιαμάντη

       Θὰ ἦτοσπέρα προκεχωρημένητεφικνούμην ες τν ναΐσκον τν κοσμοντα τν συνοικίαν τςνω Πόλεως, περί τὰ ὀρεινά περίχωρα τς Θεσσαλονίκης – πόλεως πάλαι μν συμβασιλευούσης,  ἐπ’ ἐσχάτων δσυμπρωτευούσης. Ατησυνοικία κατέχει περίοπτον θέσιν, λόγτςμφιθεατρικς δομήσεως τν οκιν  κα τς  τῷ ὄντικπάγλουφ’ ὑψηλοῦ ἐπόψεως, ἥντινα παρέχει δαψιλς ες τοςφθαλμος τν λάτρεων τῆς καλαισθησίας καὶ ἐνίοτε ρομαντικν ἐπισκεπτν της.

       γὼ, ἵνα εἴπω τὸ ἀληθς, διά πρώτην φορν περιεπάτουν ἐπὶ τς λιθοστρώτουςκενας ρύμας καὶ ἐγενντοδηντς μου ἀπόκοσμος τις ασθησις, ὡς νὰ ἐταξίδευοννάστροφα ες τνστορικν ρον κανὰ ἔζων ες ἐποχς δόξης λαμπρς, ὅτε ἡ περιλάλητος ατη πόλιςθαλλεσχύι τε καὶ πνεύματι αγάζουσα ἅπαντα τνλληνισμόν καοχμόνον. Ἀλλά, κεκμηκώςκ τοῦ πολυώρου ταξιδίου μου καὶ ἀσθμαίνωνμα ὑπὸ τοῦ πιέζοντος χρόνου - ἀνέμενε γρ πρς ὑποδοχν μου ὁ ἐφημέριος τοναοῦ - οκδυνάμην νδιατρίβω πλέονλώμενος καθαυμάζων, κα θττον προσδραμν  νοιξα τν μισόκλειστον θύραν  καερέθην αφνης ες τν μικρν νάρθηκα. Οδείς μὲ ἀντελήφθη. Ἔτεινα, μεττούτου, ἀποφασιστικς τν χερα καὶ ὠθήσας τν ξυλίνην παραστάδαχώρουν ες τὰ ἐνδότερα. Ἐπί πολύ σκότοςβασίλευε καὶνθρωπος οδείς ἀπεκαλύπτετο. Πρς καιροδιερωτώμην περτςκριβοςρας τς συναντήσεως καὶ ἔτι σφοδρὰν ἀπορίαν μοι παρεχεν ἡ ἀπουσία νεωκόρου τινς, ἱκανοῦ πρς φύλαξιν καφροντίδα τν δεόντων.

        Οδόλωςστόσοκάμφθην. Διαβς τν κ μέσου τν κλιτν διάδρομον, ὑπὸ τὸ πελιδνν φς τν κανδήλων, καὶ ἐγγίσαςκροποδηττν σολέαν,στάθηννώπιον τοτέμπλουλπίζων νδιανοιχθσιν τάχιστα οἱ ὀφθαλμομου κα ετα νὰ περιεργασττν πέριξμοχρον.

     Παρέμεινα περδεκάλεπτον ες τν ατν στάσιν, μόλιςκροώμενος τννασασμν μου.  σπου, ν τ κράτ ταύτ σιγ, κανθός το δεξιομου φθαλμο συνέλαβε σκιῶδες τι κα σαλεύον περίγραμμα ἀνδρὸς, πέριξ το ψαλτηρίου. ν ργος μ διεπέρασεν στραπιαίως. στράφην  πρς τ κε κα περβαίνων παραδόξως τν φόβον μου, νεκα περιεργείας, γγισα παρατηρν.  νθρωπος γγελος ν μετ μο; Ες νρ εσταλὴς κα σωματώδης στατο παρὰ τῷ ναλογίῳ.  ντιλαμβανόμενός με ρχόμενον, μόλις σαλεύθη κα φαιρν μ ργς, οονε τελεστικς κινήσεις τς διόπτρας κ το προσώπου του, μ κοίταξεν ρέμα πομειδιν.

   _ «Καλς τον» επε,  κα βραχν φων του ντήχησε πλήρης θαλπωρς ν τ ναϋδρί, τν χειμερίαν κείνην σπέραν.    

  _ «Συγγνώμη, οτε καν σς εδα… ἐγτνφημέριο μόνοθελα…»,

   ἀπεκρίθην  μήχανος  διερευνν τὸ ὅλον σχμα τοῦ ἀνδρς καὶ ἐπιχειρν νμεταφράσω τς προθέσεις του, διτς τοσώματος ὑποδηλούσης γλώττης.

     Ἐπρόκειτο δι’ ἕνανςξηκοντούτη πολιὸν κύριον, μὲ παχν μύστακα καὶ ἐξεχούσαςφρς, ατινεςσκεπον δύο γαληνος καδιαφεγγεςφθαλμος, ἱκανος νκαθρεπτίσωσιν πάραυτα οανδήποτε ψυχικὴν κίνησιν ἤ ἐσωτέραν διάθεσιν τοσυνομιλητοῦ. Ατη ἡ ἐπιβλητικὴ ἁπλότης, μεθ’ ἧς  το φύσει μλλον κεκοσμημένος, μὲ ἐνεθάρρυνε ντν προσεγγίσωτι κατείνας τν χερα μουζήτησα νμάθω τὸ ὄνομά του.

   _ «Ἰωάννης… ἤ καὶ ἁπλὰ Γιάννη νμλές!».

    Αἱ ἁδρατου χερες περιέσφιγξαν θερμς τν παγερὰνκ τοψύχους δεξιν μου. Ἀνέγνωσα εθς τν τν Θεσσαλονικέων κδηλον χροιν ὑπό τὴν λαλιὰν του,μα τε μίαννέφελον, ἀγαθν ψυχν κεκρυμμένην ὑπὸ τοὺς λόγους του. 

     _ «Καὶ ἐδῶ, εστεψάλτης τοναοῦ;»  

    Καττνρώτησιν ταύτηνρχισε ντήκεται ποσςντς μου ὁ ὑφέρπων πᾶγος τν πρότινοςνδοιασμν. Σημειωτέον, ὅτι ὁ ἀποχρν λόγος τςφίξες μου ες τνερνκενον τόπον  το ἡ ἀναζήτησις θέσεωςεροψάλτου  καδ τς τοῦ ἀριστεροἀναλογίου.  ρα, ἐκ τς ἀποκρίσεως, ἥν θὰ ἐλάμβανον, ἐκρίνοντο πολλά.

    μειδίασεν καὶ πάλινδιστα κακύψαςλαφρς πρςμέ, ἐν εδει φαιδροτινς λογοπαιγνίου, ἀλλκαμετά πλήρους ἐπιγνώσεως τονοήματος, εἶπε μοι ἀπεριφράστως:

  _ «Ἐγὼ ἐδεμαιβοηθς τοβοηθοτοῦ ἀναγνώστου

      Ατημελλε νὰ ἦτο ἡ πρώτη γνωριμία μου μεττοκυρ-Γιάννη, ἑνς σεπτοῦ ὑπερμεσήλικοςστυνομικοῦ ἐν ἀποστρατείμκαρδίανγνοκαὶ ἀνυποκρίτου παιδός, ὅστιςτέλει χρέη βοηθοῦ ἱεροψάλτου, ἤτοι, καττδλεγόμενον, δομεστίχου. Ἐπὶ πεντεκαίδεκα καὶ πλέοντη διηκόνειδην τῷ περικαλεῖ ἐκείννατνγίων κασεπτνναργύρων Ἐπταπυργίου, ἐν ᾧ ἡ ταπεινότης μου θὰ ἀνελάμβανεν τέλει τὸ ἀριστερνναλόγιον διτὰ ἑπόμενα εκοσιέξ συναπτὰ ἔτη.

   Τί νεἴπω πρτον κατί τελευταον διτν φιλάρετον ταύτην ψυχν;

   Θὰ ἀρκεσθεςλίγα τινσταχυολογήματακ πολλν στιγμιοτύπων, ἀξίων λόγου.

    το τῷ ὄντι λαμπρςναγνώστης, ἀλλκατ’ ἐξοχν εδικότητὰ του θὰ ἐλέγαμετι ἀπετέλει ξάψαλμος. Ἤρχετορθρου βαθέως, ἅμα τνεοκόρῳ, ἐτακτοποίει τβιβλία τὰ παρεπιδημοντα ες τὰ ἑρμάρια πέριξ τοῦ ἀναλογίου, ἤνοιγε τὸ προσφιλές τουγκόλπιον ες τν τετριμμένηνκ τς πολυχρησίας σελίδα καὶ ἡτοιμάζετο. Ἀπήγγελλε, κάτα τσύνηθες, μβροντώδη φωνὴν  καστομφδεςφος, ὑπερτονίζωνκάστην λέξιν, ἐνίοτεςν λακτίζων ταύτην διὰ τς γλώττης. Ἡ περατεταμένη ατη στεντορείακφορτολόγου δικαιολογημένωςταλάνιζε τνκοὴννίων πιστν – πλν βεβαίως τν βαρηκόων, οτινες λόγῳ ἡλικίας ἐπλεόναζον   ν   τ  κκλησιάσματι .   Συχνὰ   δυσφόρει     φημέριος   κα  ετε

 

ἐνεφανίζετο  αφνηςκ τοῦ πλαϊνοβημοθύρου καχειρονομν μετ’ ἐπιτάσεως τν προσέττατεν νχαμηλώστν τόνον ετεκαττινώδυνον – «ἐγείωνε», ἤγουν ἀπενεργοποίει τὸ ἡχοσύστημα.

     Πρωίαν τινὰ,  καθςνεγίγνωσκεν ζωηρς καχειμαρρωδς τνξάψαλμον καὶ, ὥς θὰ ἠδύνατο τς νεἴπῃ, εχεννεβάσει πολλά «μποφόρ», ὁ ἱερεύς ἔπαυσεν ἐνκαρετμικρόφωνον. Ὁ κυρ-Γιάννηςσυνέχισετι γεγονωτέρτφωνῇ, μὴ ὀρροδν προδενς, μλλον διαμαρτυρόμενος διὰ νευμάτων πρςμέ δι τν προσδόκητον βλάβην, ς νόμιζεν. Τότεκούσθη ν νοίγ βιαίως τ ριστερν βημόθυρον, κ τοῦ ὁποίου ξλθεν δραμν, ς πρ πνέων, φημέριος πομακρύνων τν βάσιν το μικροφώνου πόρρω το μεγαλοφωνοντος! πόκρισις το γλαφυρο ναγνώστου το μεσος κα φοπλίζουσα πάντα νοῦν:

  _  «Μ ν δνκούωγώ, πῶς θὰ ἀκον οκάτω, πάτερ μου

      Οδείς, προσέτι, θδιεφώνειτι, ὡς γνήσιος πρακτικς ψάλτης, «ἔπιανε»λους τοςχους μν, ες τὸ περίπου δέ. Ὁσάκιςφιλοδόξει νψάλλ νκ τν περιτέχνων μελν, προετοιμάζετο τμάλα κυρίως βήχων προκαταβολικς – ἀλλμετὰ τς πρτας φράσεις, ὅτεφαίνετο  ν παραπαί  μνος, μὲ ἀφέλειαν παιδός,  μοι  στρεφεν  ἀπεγνωσμένα  τ μματα  καλν με νβγάλω πλέονγώ «τκάστανα ἀπὸ τφωτιά». Ἐννοεται πς εχεν τν πλήρηλεγχον τοῦ «τυπικοῦ», ἐντυπωσιάζων συχνμτν ερυμάθειν του περτὰ ἁγιολογικὰ ἀκόμη καὶ παλαιμάχουςεροψάλτας. Ἕν ετράπελον πωςδίωμτουτο πς τοῦ ἤρεσε νεκάζει τνχον τοΧερουβικοῦ πρννκουσθτὸ πρτον ἀπήχημα ὑπὸ τοδεξιοψάλτου.

     Μίαν τν Κυριακν, καθ’ ἥν ἐψάλλετο ὁ βαρὺς ὁχος - ὅν οδόλωςγάπακυρ-Γιάννης,νεκα προφανῶς τς δυσκολίας τουδευτερόλεπτα πρν τὸ ἀπήχημα, μὲ ἐκοίταξεν μετβλέμματος πλήρους ἀπογνώσεωςλλκασοβαρότητος ὑποψιθυρίζων:

  _ «Ἐγὼ, πάντως, στθέση του (ἐνενόει τοδεξιοῦ)  θὰ ἔβαζαναν πρτον»! 

         Τ τη φυλλορρόουν  ἐν ᾧ  ἔψαλλον ες κενον τν ταπεινν κα ελογημένον ναόν, χων παρά τ πλευρν μου τν  γαπημένον μου πλέον δομέστιχον.  πέκτησα κα τ πρτον μου τέκνον, ρρεν τ γένος.  νεφανίσθην οτω ες ναν σπεριννχωννγκάλαις τν πρωτότοκον υἱὸν μου, πρμηνν γεννηθέντα. Οκδυνάμην ποτὲ νφαντασθτοιαύτηνκ μέρους του χαράν. Δνπρε τοςφθαλμοὺς τουπὸ ἐπάνω του. Ἐκεῖ, διὰ πρώτην καμοναδικν φορν, επε μοι διττέκνα του, ἀπομεμακρυσμένα  ἐπὶ ἔτη πολλά ες τν ξένην  Τὰ ἐστερετο κατὰ ἐνοστάλγει σφόδρα! Ἐν τμεταξὺ, καθλην τν διάρκειαν τοῦ ἐσπερινοῦ, ὁ κυρ-Γιάννης καὶ ὁ νεογέννητος  υἱὸς μουντήλλασσον βλέμματα λίαν κατανοητικά. Θαρρες καὶ ἔσμιξανς γνώριμοι ἀπό ἐτν αψυχα των.υός μου, κούων μς ψάλλοντας,παιγνίδιζε, ς ν μιμετο, παράγων τινςνρίνους ψελλισμούς. Τότε, αθορμήτως καὶ ἀπροσδοκήτωςνεφώνησενγλυκύς βοηθς μου:

  _ «Ατς εναι ψάλτης! Οτε μικρόφωνα οτε νότες. Τηλεγράφημα στν ορανὸ στέλνει, τὸ ἀκούς

     Ὑπῆρχον καστιγματινές, τε μ θεώρει κοπιντα καὶ πεφορτισμένον, λλοτε κ το ργασιακο καμάτου, λλοτε κ τς χληρς πρωινς γέρσεως. Πάντοτε εχε λόγον παρηγορητικν κα λίαν νισχυτικν  ν μοι επ. Τ σύνηθες τ κούω τι ες τ τα μουτο:

 _ «λα νψάλουμε σήμερα, βρε Λουκ μου, νάνεβομε κανα σκαλοπάτι ψηλότεραφωνὴ σου εναισκάλα εμν τξεχνς! Νὰ ἀντιδωρίζεις τδρο το Θεο ατὸ σὲ ἀνεβάζει».

       Παρλθον δέκα καὶ πλέοντη. Ὁ κυρ-Γιάννηςβάρυνεν. Ὁ βήξ τουγίγνετολοέν πυκνότερος καὶ ἠχηρότερος. Ἔλειπεν κατξακολούθησιν   γλυκεία κα πιστή του σύζυγος, κυρία Κατερίνα, μο μήνυσεν τι νόσησε. Καὶ ἦτονίατοςνόσος, ἡ γνωστὴ, ἥνκνοσιν οἱ πλείονες νὰ ὀνομάσωσιν κἄν.  Τνπεσκέφθην κατ οκον. Τν ηρον κλινήρη. Ἅμα εσλθον ες τν κάμαραν, ἀνεσηκώθηλαφρς καμκαλοσώρισεν φαιδρτῷ προσώπῳ. Τν ἐπληροφόρησα διλίγων διτςν τ

 ναῷ, καδὴ ἐν τῷ ἀναλογίῳ, τρεχούσας  ξελίξεις.  Πόστῷ ἤρεσκον τοιατα σχόλια, ὅσον κοινότοπα καὶ ἄν μοιφαίνοντο! Δνδύνατο νὰ ὁμιλῇ πλέονλαχίστων δευτερολέπτων. Ετα, κάμνων ὑπέπνεεν καες βαθς ρόγχοςκούετοκ τν πεπληγμένων πνευμόνων του. Ἐγγὺς τοῦ κραββάτουκειτοφιάλη τοῦ ὀξυγόνου. Ἀνδιαστήματαφόρειατρικν τινμάσκαν  καὶ ἐπεχείρει ν ξυγονωθε  λαμβάνων βαθείας εσπνοάς. ψυχμουδυντο ες τν θλιβερν θέαν τοῦ πάθους τοκαλομου φίλου, τοῦ ἄλλοτε εδαιμονοντος δικρως ἁπλουστάτας ατίας καὶ πάντοτε χαριεστάτου καμειδιντος.

      Βλέπων μενιντα ἐξανέστη.

   _ «Ε… ὄχι κανσβλέπωτσι βρε Λουκᾶ …»

    Κακαθςμίλεισθενς καὶ ἡσύχως διεζωγραφίζετολόφωτη μία ἀπόκοσμος, ἄϋλος, ορανία αρα ες τκάτισχνον πρόσωπν του. Κασυνεπλήρωσε:

   _ «Ἀκου.  μάσκα αυτὴ ποφορεναι σν τμάσκα τοδύτη. Ὅτανναδυθώ…»            

       κα δειξεν μ τ κρον το δακτύλου του πρς τὰ νω

 «…θεσπνεύσωξυγόνο ορανοῦ. Ξέρεις τι εναι ατό τὸ ὀξυγόνο; Ξέρεις, ξέρεις…»   

         μονολόγησε

 «… εναι ατό ποεσπνέουμε στςκολουθίες, στὴ Θεία Λειτουργία».

       κόπασε τενίζων με.μεινα  ἐπίλίγα λεπτνὰ ἀκούω φθίνουσαν τὴννάσαν του, νὰ ἐνθυμομαι τς στομφώδειςναγνώσεις του, νἡδύνωμαικ τς δόλου καρδίας τοκυρ - Γιάννη, τοῦ Ἰωάννη τοῦ ἁπλοῦ!

                                                                  Ττρίτμηνςανουαρίου,

                                                        ντει δισχιλιοστῷ εἰκοστῷ πέμπτῳ

                                                                                           Λ. Κ.